- άελλα
- Μυθολογικό πρόσωπο. Μία από τις Αμαζόνες, αδελφή της Κελαινούς. Αντιμετώπισε πρώτη τον Ηρακλή όταν ήρθε στη Θεμίσκυρα για να εκτελέσει τον ένατο άθλο του, δηλαδή να αφαιρέσει τον ζωστήρα της Αμαζόνας Ιππολύτης. Η Ά. σκοτώθηκε μαζί με πολλές άλλες Αμαζόνες και o Ηρακλής πήρε τον ζωστήρα.
* * *η (Α ἄελλα) (στα Α επικός τύπος ἀέλλη και αιολικός αὔελλα)θυελλώδης άνεμος, ανεμοστρόβιλος, ανεμοθύελλααρχ.λέγεται μτφ. για κάθε στροβιλοειδή κίνηση (τών αστέρων, των ζώων κ.λπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀFελ -yă > ἀFελλă, με αφομοίωση > ἄελλα, με σίγηση τού F (το F διατηρήθηκε στο αιολ. αὔελλα)από τ. *ἀFελyā προήλθαν με σίγηση τού F οι τ. ἀέλλη, επικ. με αφομοίωση, και ἀείλη (= πνοή, στον Ησύχ.) με επένθεση. Η ρίζα *ἀFε-l (πρβλ. κελτ. awel, άνεμος) είναι συνεσταλμένη και επαυξημένη με -l- βαθμίδα τής αρχ. ρίζας *ἀ-Fη- (ἀFη-μι > ἄημi, πνέω)για τον σχηματισμό ἄημι -ἄελλα, πρβλ. θύω- θύελλα.ΠΑΡ. αρχ. ἀελλαῖος, ἀελλάς, ἀελλήεις, ἀελλής, ἀέλλομαι, ἀελλῶ.ΣΥΝΘ. ἀελλοδρόμας, ἀελλόθριξ, ἀελλοπόδης, ἀελλόποςμσν.ἀελλομάχος, ἀελλώδηςνεοελλ.ἀελλοφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.